- δένω
- (AM δῶ, -έωΜ και δέννω)Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα»«δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» — αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά)2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ' άλογο στον φράχτη», «βασανίσω ἐν κλίμακι δήσας»)3. δεσμεύω κάποιον με μαγικό κατάδεσμο, κάνω μάγια σε κάποιον (για να τού προκαλέσω σεξουαλική ανικανότητα, κυρίως)4. δεσμεύω, αποσπώ υπόσχεση ή όρκο από κάποιον («έδωσα τον λόγο μου κι είμαι δεμένος», «γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται ενόμῳ», «κέρδει καὶ σοφίᾳ δέδεται»)5. ρίχνω στα δεσμά, φυλακίζω («τόν δέσανε», «τοὺς μἐν ἄλλους ἔκτειναν, Κορινθίους δὲ δήσαντες εἶχον»)μσν.- νεοελλ.συμπλέκω τα χέρια μουνεοελλ.1. δένω μαζί διάφορα αντικείμενα με σκοινί ή σπάγγο, δεματιάζω («δένω τα κλαριά»)2. δένω μαζί τις άκρες εύκαμπτου ή εύκαμπτων πραγμάτων, σχηματίζω κόμπο («δέσε τα κορδόνια σου»)3. τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω («τού έδεσε το τραύμα»)4. συνδέω τα μέρη ενός πράγματος για να σχηματίσω το σύνολο («δένω βιβλίο», «δένω το βαρέλι»)5. (για κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, δακτυλίδια) προσαρμόζω, στερεώνω («έδωσα να μού δέσουν το διαμάντι στην καρφίτσα»)6. ναυτ. ορμίζω («έδεσα σε άβολο μέρος το καΐκι μου») ή κρατώ δεμένο σε αδράνεια7. (για υγρά διαλύματα ζάχαρης, σιρόπια και κάθε είδους καρυκεύματα) κάνω κάτι παχύρρευστο, πυκνότερο με βρασμό ή ανατάραξη ή γίνομαι παχύρρευστος («δένω την κρέμα», «έδεσε το σιρόπι»)8. (για τα φυτά) σχηματίζω καρπό* (για τα άνθη) σχηματίζομαι, γίνομαι καρπός («έδεσαν τα μήλα»)9. φρ. α) «δένω κάποιον χειροπόδαρα» — τόν δεσμεύω ολοκληρωτικάβ) «μού έδεσαν τα χέρια» ή «έχω δεμένα τα χέρια» — δεν μπορώ να κάνω το παραμικρόγ) «τού δένω τα χέρια» — τόν καταδικάζω σε αδράνεια και τόν κάνω εντελώς ανίσχυροδ) «λύνει και δένει» — είναι πανίσχυροςε) «τό 'δεσε σε ψιλό μαντήλι» — πίστεψε σε απατηλή κι επιπόλαια υπόσχεσηστ) «δέσε το κόμπο» — πρόσεξε μην τό ξεχάσειςζ) «δέστο στο μυαλό σου» — πάρ' το σοβαρά υπ' όψιν σουη) «δέσε τα λουριά σου» — ετοιμάσου να αντιμετωπίσεις δυσκολίεςθ) «δένω τον γάιδαρό μου» — εξασφαλίζομαι (κυρίως οικονομικά)ι) («τόν έχει δεμένο στη βρακοζώνα της» — είναι σκλάβος τών θέλγητρών της10. παροιμ. α) «ο γάιδαρος βόσκει εκεί που τόν δένουν» — καθένας πρέπει να προσαρμόζει τη ζωή του στις περιστάσειςβ) «γάιδαρος δεμένος, νοικοκύρης αναπαμένος» — όποιος φροντίζει να διασφαλίζει τα συμφέροντα του δεν έχει σκοτούρεςγ) «τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα» (i) παλιότερα, που οι άνθρωποι ήταν αφελείς(ii) σε παλιότερες εποχές υπεραφθονίας11. (ναυτ. φρ.) α) «δένω μπαρμπαρέσα (ή ουρά) σε μακαρά» — ουροδετώ τρόχιλοβ) «δένω στην αντένα» — δένω το πανί στο κατάρτιγ) «δένω στην πρύμνη» — δένω από την πρύμνη το πλοίο μου για ρυμούλκησηδ) «δένω σκαλιέρες» — δένω βαθμίδες στους επιτόνουςε) «δένω μουστάκι» — δένω κι απ' τις δυο πλευρές, ρίχνω και τις δυο άγκυρεςστ) «δένω λεντία» — δένω από τα πλάγιαζ) «δένω την αμορόζα» — ακροδετώ, δένω τις ακροδέες* του πλοίουαρχ.1. (με γεν.) εμποδίζω από κάποιο πράγμα («εἶπέ μοι... ὅστις ἀθανάτων πεδᾴα καὶ ἔδησε κελεύθου», Οδ.)2. καταλογίζω ποινή, τιμωρία («ὅ ἐὰν δήσης ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται δεδεμένον ἐν τοῑς οὐρανοῖς, και ὅ ἐὰν λύσης ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται λελυμένον ἐν τοῑς οὐρανοις»)3. ιατρ. τονώνω, ενδυναμώνω4. μέσ. δένω πάνω μου, φορώ («ποσσὶ δ' ὑπὸ λιπαροῑσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα δέω < *δε-ψω (πρβλ. αρχ. ινδ. dy-ati «δένει») ανάγεται σε ρίζα δε- (< *d∂-), συνεσταλμένη μορφή τής μακρόφωνης ρίζας δη- (< *dē-). Σύμφωνα με τη λαρυγγική θεωρία, οι τύποι δέω, δέσις, δετός (πρβλ. τί-θε-μεν, θέ-σις) ανάγονται σε αρχική ρίζα *d∂1, συνεσταλμένη βαθμίδα τής απαθούς *de∂1 που απαντά στο δήσω. Ο αθέματος ενεστώς δί-δη-μι (απαρμφ. δι-δῆ-ναι), που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο, θεωρείται υστερογενής αναδιπλασιασμένος σχηματισμός από το δή-σω κατά το τί-θη-μι, θή-σω. Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η αντιστοιχία τύπων τής Ελληνικής και τής αρχ. Ινδικής (πρβλ. δετός: dita- συνδεδεμένος», δήμα: dāman- «δεσμός»). Ο νεοελλ. τ. δένω (< μσν. δέννω) από έδησα, αόρ. τού αρχ. δεω, κατά το σχήμα έφθασα-φθάνω, έχυσα-χύνω.ΠΑΡ. δέσις, δεσμός, δετόςαρχ.δήμα.ΣΥΝΘ. επιδένω (Α επιδέω), προσδένω (Α προσδέω), συνδέω, υποδένω (Α υποδέω)αρχ.αναδέω, διαδέω, ενδέω, καταδέω, περιδέωνεοελλ.αλαφροδένω, αλυσοδένω, ακροδένω, γαϊδουροδένω, γεροδένω, κακοδένω, καλοδένω, κομποδένω, ξεδένω, περιδένω, ποδένω, ραφοδένω, σιδεροδένω, σταυροδένω, σφιχτοδένω, χαρτοδένω, χρυσοδένω].
Dictionary of Greek. 2013.